προαιρετικός

προαιρετικός
προαιρ-ετικός, ή, όν,
A inclined to prefer, deliberately choosing,

τοῦ πλεονεκτεῖν Arist.Pol.1266b37

, cf. EN1137b35;

τῶν τοιούτων λόγων Id.Metaph.1025a3

.
2 abs., purposive, concerned with purpose,

ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ ἕξις π. Id.EN1106b36

;

τῆς ψυχῆς τὸ πρακτικὸν καὶ π.

power of purposing, will,

Plu.Cor.32

, etc.;

π. ἐνέργειαι Ph.1.279

; τὰ π., opp. τὰ ἀπροαίρετα, Arr.Epict.2.10.8;

π. κίνησις Gal.5.520

; π. νεῦρα motor nerves, Diagoras Cypr. ap. Erot. s.v. περόνας, Gal.2.739. Adv. -κῶς of set purpose,

φιλόδωρος Ph.1.342

, cf. Phld.Rh.2.52S.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προαιρετικός — inclined to prefer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαιρετικός — ή, ό / προαιρετικός, ή, όν, ΝΜΑ [προαιροῡμαι] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προαίρεση, αυτός που γίνεται κατά προαίρεση, σύμφωνα με την ελεύθερη βούληση κάποιου, εκούσιος, θεληματικός («προαιρετική εισφορά») αρχ. 1. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • προαιρετικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην προαίρεση. 2. αυτός που γίνεται με τη θέληση, εκούσιος: Προαιρετική εισφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προαιρετικά — προαιρετικός inclined to prefer neut nom/voc/acc pl προαιρετικά̱ , προαιρετικός inclined to prefer fem nom/voc/acc dual προαιρετικά̱ , προαιρετικός inclined to prefer fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαιρετικώτερον — προαιρετικός inclined to prefer adverbial comp προαιρετικός inclined to prefer masc acc comp sg προαιρετικός inclined to prefer neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαιρετικῶν — προαιρετικός inclined to prefer fem gen pl προαιρετικός inclined to prefer masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαιρετικόν — προαιρετικός inclined to prefer masc acc sg προαιρετικός inclined to prefer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαιρετικαῖς — προαιρετικός inclined to prefer fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαιρετικαί — προαιρετικός inclined to prefer fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαιρετικοῖς — προαιρετικός inclined to prefer masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαιρετικοί — προαιρετικός inclined to prefer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”